- φυσικοπυρηνικός
- ο , η специалист по ядерной физике
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσικοπυρηνικός — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην πυρηνική φυσική … Dictionary of Greek